Ι. Η καθαρή και δυναμική εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ, στην προεδρία των Η.Π.Α., η κυβερνητική κρίση στη Γερμανία και όχι μόνο, και η διόγκωση, λόγω πολεμικών συγκρούσεων, των μεταναστευτικών ροών προς τη γηραιά μας ήπειρο, οδηγούν την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) σε μια περίοδο αυξημένων αβεβαιοτήτων, μειωμένων επενδυτικών πρωτοβουλιών, εντονότερων πληθωριστικών πιέσεων και γενικότερων κοινωνικών δυσαρεσκειών και εντάσεων.
Ο προβληματισμός γύρω από την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης, τα τελευταία χρόνια, κοινοτικής οικονομικής πολιτικής (άναρχη παγκοσμιοποίηση και άκρατος φιλελευθερισμός) εντείνεται και οι «φωνές» για την ανάγκη αλλαγής πορείας πληθαίνουν, καθώς, ο κοινοτικός προϋπολογισμός καλείται να χρηματοδοτήσει αυξημένες ανάγκες, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την αμυντική χειραφέτηση της Ε.Ε., ενώ οι κοινωνικές ανάγκες των ευρωπαϊκών λαών απαιτούν ευρύτερες κρατικές παρεμβάσεις, τις οποίες δύσκολα μπορούν να καλύψουν οι περιορισμένοι εθνικοί προϋπολογισμοί των κρατών – μελών και ιδιαίτερα εκείνων του υπερχρεωμένου κοινοτικού Νότου.
ΙΙ. Στον πυρήνα του σχετικού προβληματισμού βρίσκονται δύο βασικές διαπιστώσεις:
- Το σημερινό μοντέλο παγκοσμιοποίησης φθάνει στο τέλος του, καθώς αποδείχθηκε ότι, τα οφέλη του κατανέμονται άνισα και, οπωσδήποτε, η πλήρης απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, χωρίς ενιαίους κανόνες γενικής εφαρμογής, καταστρέφει θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, διαλύει την παραγωγική της δομή και αποδυναμώνει οικονομίες.
- Η υιοθέτηση μέτρων προστασίας, μόνο, της εθνικής παραγωγής, δεν αποτελεί λύση καθώς ο απομονωτισμός, μειώνει τον όγκο του διεθνούς εμπορίου, εξασθενεί τους ρυθμούς ανάπτυξης, διαιωνίζει τις ανισότητες και δημιουργεί νεόπτωχους. Αντίθετα, μια ορθολογικότερα οργανωμένη παγκοσμιοποίηση, χωρίς δασμολογικά ή κοινωνικά ντάμπινγκ, που νοθεύουν τον ισότιμο διακρατικό ανταγωνισμό, σε συνδυασμό με την επαναβιομηχάνιση της Ευρώπης, οδηγούν σε μια νέα παγκόσμια οικονομική «τάξη», με ευρύτερη διάχυση των καρπών της ανάπτυξης.
- Η επαναρρύθμιση, στα πλαίσια του εφικτού, με κοινωνική ευαισθησία, των εργασιακών σχέσεων και η επανίδρυση ενός σύγχρονου και αξιόπιστου κοινωνικού κράτους, αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την επαναβιομηχάνιση της Ευρώπης, την αύξηση της ευρωπαϊκής παραγωγής, την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας, τη μείωση της ανεργίας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, που σήμερα δέχεται διαδοχικά πλήγματα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Η αναζήτηση ενός νέου ευρωπαϊκού μοντέλου διακυβέρνησης, με βασική προτεραιότητα, την επιτάχυνση της ανάπτυξης και την άμβλυνση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, αποτελεί την καλύτερη στρατηγική για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση ενός νέου παγκόσμιου εμπορικού πολέμου που βρίσκεται, ήδη, στα πρόθυρα της Ευρώπης.
ΙΙΙ. Στα πλαίσια αυτά, η ελληνική οικονομία καλείται, κάτω από εξαιρετικά δύσκολες διεθνείς συνθήκες, να δώσει κρίσιμες «μάχες» για περαιτέρω εκσυγχρονισμό και ανασυγκρότησή της.
Και οι «μάχες» αυτές θα δοθούν κάτω από καλύτερες συνθήκες, εάν προηγηθούν:
- η ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση του δημιουργικού διαλόγου, ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους κοινωνικούς εταίρους, για την επίτευξη παραγωγικών συναινέσεων.
- η ουσιαστικότερη ενθάρρυνση και ενίσχυση των κινήτρων, συγχώνευσης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων
- η σταδιακή μείωση του ποσοστού των έμμεσων φόρων, όσον τα δημοσιονομικά περιθώρια το επιτρέπουν, στα συνολικά φορολογικά έσοδα, με αναζήτηση δικαιότερων πηγών ισοστάθμισης.
- η συστηματική και πολυδιάστατη περαιτέρω συνέχιση της κρατικής παρέμβασης, για τη στροφή των εγχώριων και ξένων επενδυτικών κεφαλαίων στις καινοτόμες και εξωστρεφείς βιομηχανικές επενδύσεις.
- η ένταση του επιχειρηματικού ανταγωνισμού, με στόχο τη διάλυση μονοπωλιακών καταστάσεων, προκειμένου ο «πληθωρισμός απληστίας» να μειωθεί δραστικά, γεγονός που θα ενισχύσει και την εγχώρια κατανάλωση.
- IV. Οι επιπτώσεις της πορείας της αμερικανικής οικονομίας, τα τελευταία χρόνια, στην καθημερινότητα των ψηφοφόρων, ήταν το βασικό κριτήριο που επανέφερε στην προεδρία, τον Ντόναλντ Τράμπ.
Επειδή και στην Ευρώπη, οι πολίτες της, δεν κρύβουν την απογοήτευση και την οργή τους, για τα οικονομικά «επιτεύγματα» των κυβερνήσεών τους, ίσως θα έπρεπε να δοθεί περισσότερη προσοχή στις «φωνές» που επιμένουν στην ανάγκη μιας διαφορετικής οικονομικής πορείας εξανθρωπισμού, στα πλαίσια βέβαια πάντοτε, της φιλελεύθερης οικονομίας, του θεμιτού ανταγωνισμού και του δημιουργικού κέρδους.