Ο Αντώνης Αντωνόπουλος, επί δεκαετίες στην αθλητική δημοσιογραφία, “ανοίγει” την καρδιά του στον «Ε.Κ.»

από fimotro

Σε μια εποχή που η αθλητική δημοσιογραφία συχνά παρασύρεται από τον εντυπωσιασμό και την ταχύτητα της πληροφορίας, η μαρτυρία του Αντώνη Αντωνόπουλου έρχεται να θυμίσει τι σημαίνει ρεπορτάζ με ουσία, αλήθεια και προσωπικό κόστος. Με πορεία που ξεκίνησε από τις εφημερίδες της δεκαετίας του ’80 και έφτασε μέχρι τις μεγαλύτερες αθλητικές διοργανώσεις του πλανήτη, ο βετεράνος δημοσιογράφος δεν δίστασε να τα βάλει με ισχυρούς, να αποκαλύψει σκάνδαλα και να πληρώσει το τίμημα της ανεξαρτησίας του.

Μέσα από αυτήν τη συνέντευξη στο «Περιοδικό», ο Αντώνης Αντωνόπουλος ξετυλίγει τις πιο έντονες στιγμές της καριέρας του, τις μάχες του με το σύστημα, τις στιγμές δόξας αλλά και τις αδικίες που τον σημάδεψαν. Ένα βιωματικό οδοιπορικό γεμάτο πάθος, αφοσίωση και μαθήματα ζωής – για όλους όσοι αγαπούν την αλήθεια, τον αθλητισμό και τη δημοσιογραφία.

Αντώνη, πώς και πότε ξεκίνησες την πορεία σου στην αθλητική δημοσιογραφία;

Αγαπούσα πολύ τον αθλητισμό από παιδί. Στο γυμνάσιο που πήγαινα στην Πύλο Μεσσηνίας ως έφηβος ήθελα να γίνω γυμναστής. Ένας σοβαρός τραυματισμός στο δεξί μου γόνατο δεν μου επέτρεψε να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα. Έτσι αποφάσισα, εφ’ όσον στο μεσοδιάστημα αποφοίτησα από ιδιωτικό τεχνικό λύκειο με ειδικότητα τεχνικού ραδιοτηλεοπτικών εγκαταστάσεων και συσκευών, να γίνω αθλητικός συντάκτης. Ξεκίνησα τον Σεπτέμβριο του 1984 τη διαδρομή μου στην αθλητική δημοσιογραφία με συνεργασία στην εφημερίδα «Αυγή» και τα έντυπα του ΠΡΟ-ΠΟ εκείνη την εποχή «Προγνωσπόρ», «Προπόραμα» και «ΠΡΟΠΟ-ΝΕΑ» και αργότερα στο μηνιαίο περιοδικό «Σούπερ-Σουτ» στο οποίο, μεταξύ άλλων, έκανα και τις συνεντεύξεις εξωφύλλου του περιοδικού με αφιερώματα των κορυφαίων ποδοσφαιριστών Ελλήνων και ξένων της εποχής.

Mε τον θρυλικό Πελέ.

Υπήρχε κάποιος άνθρωπος ή κάποιο γεγονός που σε ενέπνευσε να ασχοληθείς με το επάγγελμα;

Εγώ δεν ήμουν από «τζάκι» και φυσικά δεν είχα κανένα στήριγμα στο ξεκίνημά μου. Πέρασα κάποια χρόνια περιπλάνησης, ακραίας εκμετάλλευσης και ταλαιπωρίας μέχρι να βρω τα επαγγελματικά μου βήματα. Μοναδικό όπλο μου η δίψα μου για γνώση και οι ατελείωτες ώρες διάβασμα στα γήπεδα πολλών αθλημάτων.

Ήμουν σφουγγάρι που ήθελε να ρουφήξει γνώση από παντού. Να μάθω τους κανονισμούς, την ανθρωπογεωγραφία του χώρου και τη δομή των θεσμικών οργάνων και των αθλημάτων. Για αυτό και αργότερα είχα και τη δημοσιογραφική επιμέλεια της εγκυκλοπαίδειας SPORTS των εκδόσεων «Καυκάς» με τρισδιάστατες παραστάσεις και λεπτομερείς κανονισμούς πάνω από εκατό ολυμπιακών και μη αθλημάτων.

Ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά στο χώρο και πώς αισθάνθηκες τότε;

Το όνομά μου το είδα πρώτη φορά σε δημοσιεύματα είτε θεμάτων ,είτε συνεντεύξεων στα ΠΡΟΠΟ – έντυπα που προανέφερα. Εκείνη την εποχή τα συναισθήματα ήταν μοναδικά. Ήμουν όμως «ανικανοποίητος», ήθελα να μάθω πολλά πράγματα για τον χώρο. Ήρθε το περιοδικό, μετά το ραδιόφωνο και αργότερα η τηλεόραση. Λένε πως ήμουν ταλαντούχος και μάθαινα εύκολα. Με τα χρόνια νοιώθω ευλογημένος που μπόρεσα και τα έζησα παρά τις πολλές αντιξοότητες που αντιμετώπισα μέχρι και το… τέλος. Θα μπορούσα και πολύ καλύτερα αν…

Με τον Παναγιώτη Γιαννάκη και τον Γιώργο Πομάσκι κατά την πρόσφατη παρουσίαση του βιβλίου του «Κύπρος: Μισός αιώνας προδοσίας» στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ στην Αθήνα.

Αν μπορούσες να γυρίσεις πίσω στον χρόνο, τι συμβουλή θα έδινες στον νεαρό Αντώνη Αντωνόπουλο που ξεκινούσε την καριέρα του;

Αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω αγαπητέ Βασίλη θα μπορούσα να ακολουθήσω άλλους δρόμους, άλλες πρακτικές, άλλες συνήθειες … Δεν θα μπορούσα όμως να μεταλλάξω τον χαρακτήρα μου. Ίσως το μόνο που θα μπορούσα να συμβουλεύσω τον νεαρό Αντωνόπουλο είναι να μην έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν στη δουλειά, να μη μιλάει για τα επαγγελματικά του σχέδια και τις ιδέες του. Να είναι διαρκώς σε εγρήγορση και ανησυχία, αναζητώντας, γνώση γύρω από την εξέλιξη της δουλειάς του, δημιουργώντας το δικό του αρχείο, τη δική του ατζέντα. Να έχει τα μάτια του ανοιχτά και στον …ύπνο αποφεύγοντας τις πισώπλατες μαχαιριές από αδίστακτους και φθονερούς ανταγωνιστές.

Τέλος, θα τον συμβούλευα να χρησιμοποιεί τις γνωριμίες του, να μην έχει αναστολές, να διεκδικεί τα δικαιώματά του και να κάνει αποταμίευση για τα δύσκολα χρόνια. Και να μην ξεχνάει ποτέ ότι τον δημοσιογράφο τον θυμούνται όταν τον έχουν ανάγκη και τους διευκολύνει….

Ποια είναι η πιο έντονη στιγμή που έχεις ζήσει ως αθλητικός δημοσιογράφος;

Είναι πολλές οι έντονες στιγμές στα τόσα χρόνια. Θα ξεχώριζα τη συνάντησή μου με τον Πελέ, τον πρόεδρο της FIFA Γιόζεφ Μπλάντερ, την κάλυψη των Ολυμπιακών Αγώνων το 2000 στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας ως απεσταλμένος του ΣΚΑΪ, όπως και τη μετάδοση του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Άρσης Βαρών από την Rieza της πρώην Ανατολικής Γερμανίας το 1998 με την αξέχαστη μονομαχία Πύρρου Δήμα – Χούστερ για λογαριασμό της ΕΡΤ. Θα συμπλήρωνα επίσης τις αποστολές στα ευρωπαϊκά παιχνίδια Λοκομοτίβ Μόσχας –  ΑΕΚ και Ρεάλ Μαδρίτης – Ολυμπιακός, καθώς και τη Διεύθυνση Τύπου που κατείχα στην οργάνωση και διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004. Εχω πολλά παιχνίδια, διοργανώσεις, περιστατικά και πρόσωπα που συνάντησα μέσα σε αυτό το πολύχρονο οδοιπορικό που θα χρειαζόταν να κάνω βιβλίο που ίσως το κάνω λίγο αργότερα.

Με τον μεγάλο «μικρό» του ελληνικού ποδοσφαίρου, Δημήτρη Σαραβάκο την εβδομάδα που οριστικοποιήθηκε η μεταγραφή του από τον Πανιώνιο στον Παναθηναϊκό.

Υπάρχει κάποια συνέντευξη ή ρεπορτάζ που θεωρείς ορόσημο στην καριέρα σου;

Θα ξεχώριζα την πρώτη και αποκλειστική συνέντευξη – αφιέρωμα στη ζωή του, που μου έδωσε στις 4 τα ξημερώματα στην Αυστραλία, στο πάρκο απέναντι από την Όπερα, ο Χρυσός Ολυμπιονίκης του στίβου Κώστας Κεντέρης λίγες ώρες μετά τον ανεπανάληπτο θρίαμβό του για το μηνιαίο περιοδικό «Status» των εκδόσεων Λυμπέρη.

Τα ρεπορτάζ, ειδικά στην τηλεόραση, είναι πολλά. Εκτιμώ ότι η… «πολεμική» ανταπόκριση που έκανα από τον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου της Νεάπολης στο Ιωνικός – Ολυμπιακός με πρωτόγνωρα επεισόδια μεταξύ οπαδών και παικτών το 1997 έγραψε Ιστορία… Θα πρόσθετα σε αυτό και τον αγώνα ΠΑΟΚ – Ολυμπιακού στην Τούμπα που έγινε διακοπή στο 83ο λεπτό! Και δεν τελείωσε ποτέ. Διαιτητής ο Γιάννης Παπαπέτρου με τον αείμνηστο Παρατηρητή Γενεράλη να του φωνάζει το περιβόητο «Σφύρα να φύγουμε…». Και περιέγραφα τα επεισόδια στο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ κρυμμένος μέσα σε ένα χορτοκοπτικό μηχάνημα έξω από τα αποδυτήρια του γηπέδου με τους φουσκωτούς απέναντί μου. Επίσης, δεν θα μπορούσα να ξεχάσω την επί σειρά ετών αποκαλυπτική σελίδα μου «Τα Αιρετικά» στην εβδομαδιαία εφημερίδα «Το Παρόν».

Εχεις αντιμετωπίσει δύσκολες ή επικίνδυνες καταστάσεις κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ;

Mε τον τότε ισχυρό άνδρα και αναμορφωτή του σύγχρονου Ολυμπιακού, Σωκράτη Κόκκαλη.

Βεβαίως έχω κινδυνεύσει. Θυμάμαι σε ένα ματς Άρη Θεσσαλονίκης – Ολυμπιακού στο «Κλεάνθης Βικελίδης» την ώρα που έκανα stand up για να κάνω πάσα στο ρεπορτάζ, οι «επιστήμονες» από τη «θύρα 3» με σημάδεψαν με αυτοσχέδιο φυσητήρα και με ένα αιχμηρό αντικείμενο με χτύπησαν στο χέρι που κρατούσα το μικρόφωνο. Το αίμα πετάχτηκε σαν σιντριβάνι και όταν το είδε ο τότε προπονητής του Άρη, Γιώργος Φοιρός, με πήρε στα αποδυτήρια για τις πρώτες βοήθειες. Στην Τούμπα επίσης επί εποχής Μπατατούδη, στη φυσούνα των αποδυτηρίων είχαν χτυπήσει με κλωτσιές εμένα και την κοπέλα που είχε την κάμερα! Άλλη περίπτωση ήταν στον περιβάλλοντα χώρο του ΟΑΚΑ σε ρεπορτάζ μεταξύ οπαδών ξυλοκοπήθηκε ο κάμεραμαν του συνεργείου της EΡT και απειλήθηκα και εγώ με σπρωξιές και μικροατυχήματα. Άλλη περίπτωση ήταν στο αεροδρόμιο της Καλαμάτας. Σε αποστολή για την υποδοχή του Ολυμπιακού που έπαιζε με την τοπική ομάδα δέχθηκα επίθεση από οργανωμένους οπαδούς των φιλοξενουμένων. Για ρεπορτάζ τώρα στην εφημερίδα «ΠΑΡΟΝ» μου είχαν στείλει και μπράβους που με περίμεναν στην πυλωτή της πολυκατοικίας που έμενα στο Νέο Ηράκλειο για να μου στείλουν το μήνυμα να μη γράφω για τον Ολιγάρχη αφεντικό τους που έπαιρνε εκατομμύρια ευρώ από τα ταμεία των υπουργείων…! Όταν δεν είσαι… καλό παιδί και ενοχλείς, το σύστημα έχει τρόπους να σε… «προειδοποιήσει».

Πώς διαχειρίστηκες περιπτώσεις πίεσης ή έντονης αντιπαράθεσης στο χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας;

Αντιμετώπισα πολλές και δύσκολες καταστάσεις. Με πλησίασαν για να με δωροδοκήσουν για να σταματήσω να γράφω. Ένας μου είχε φέρει ένα τσαντάκι την Τρίτη στην πλατεία Κλαυθμώνος με πέντε εκατομμύρια δραχμές και το Σάββατο παντρευόμουν, δώρο και καλά για τον γάμο μου για να μην αποκαλύψω το όνομά του ότι έπαιρνε πακέτα από τη χορήγηση αδειών πρακτορείου Προ-Πο! Μου πρότειναν δουλειές σε μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα. Με πήρε τηλέφωνο πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης εμπλεκόμενος ενεργά και ως παράγοντας και στον αθλητισμό και μου είπε «Αν δείξεις διάθεση να σταματήσεις να γράφεις για τον τάδε και να ψάχνεις, αύριο το πρωί προσλαμβάνεσαι στο κορυφαίο συγκρότημα της χώρας με κλειστό συμβόλαιο δεκαετίας… », με απείλησαν και για τη σωματική ακεραιότητά μου καθώς και για τα παιδιά μου. Σε μια περίπτωση απάντησα με μηνυτήρια αναφορά, τις άλλες περιπτώσεις τις αντιμετώπισα με άρνηση και συνέχισα τη δουλειά μου. Μέχρι που άρχισε το κλάδεμα στα πόδια και τα χτυπήματα στα… νεφρά! Ημουν επί σειρά ετών το πρόσωπο που τάραζε τα νερά του συστήματος και της πιάτσας της δημοσιογραφικής, που είχε πάντα αρκετούς πρόθυμους υπηρέτες γλείφτες και ρουφιάνους του συστήματος. Έτσι λοιπόν το σύστημα και οι «επιφανείς» στην πλειοψηφία εκπρόσωποί του, άρχισε να με κόβει από δουλείες. Είχε μέχρι και εξαπτέρυγα εντός του χώρου όπως έχει και σήμερα. «Αυτόν μη τον πάρετε γιατί ναι μεν είναι καλός αλλά δεν είναι υπάκουος…». Αυτό ήταν το μότο επί χρόνια για μένα, συν τις λάσπες. Τα πραγματικά λαμόγια διέδιδαν πως εγώ ήμουν σαν τα μούτρα τους. Τώρα πώς ένα λαμόγιο που αποκάλυπτε σκάνδαλα, έκανε αιρετική δημοσιογραφία, δεν είχε εταιρείες να κάνει δουλίτσες, και αποκάλυπτε οικονομικά και όχι μόνο σκάνδαλα του συστήματος κ.λπ., ήταν «λαμόγιο», αυτό μόνο αυτοί μπορούν να το απαντήσουν κοιτάζοντας τον εαυτό τους στο καθρέφτη. Υπήρξαν αρκετά χρόνια που για να κάνεις έντιμα τη δουλειά σου στη δημοσιογραφία και να ζεις με στοιχειώδη αξιοπρέπεια έπρεπε να δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν υπήρχε ωράριο αργίες Σαββατοκύριακα κ.λπ. Αντεξα όσο μπορούσα με μικρά διαστήματα ανεργίας. Μέχρι που αναγκάστηκα να φύγω πριν την ώρα μου με πίκρα και αηδία για αυτά που αντιμετώπισα, είδα και έμαθα σε αυτό το χώρο. Έφυγα όμως με καθαρό το μέτωπο και το όνομά μου και είμαι υπερήφανος που μαζί με τους γιους μου και την γυναίκα μου μπορώ να πάω παντού, σε όλα τα γήπεδα και τις πόλεις της χώρας χωρίς να «φοβάμαι» ποιον θα συναντήσω…

Με την οικογένεια του, τα παιδιά του, Λυκούργο (δεξιά) και Θανάση, και τη σύζυγο Σγουρώ, διευθύντρια του 1ου Δημοτικού Σχολείου Παλλήνης, διευθύντρια της οικογένειας και διευθύντρια της καρδιάς του, όπως λέει.

Έχεις δεχτεί ποτέ κριτική για τη δουλειά σου; Πώς την αντιμετωπίζεις;

Στα τόσα χρόνια μια φορά, όταν έκανα μεταδόσεις στο ραδιόφωνο, από κάποιον που έκανε κριτική από τον… καναπέ του. Τον πήρα τηλέφωνο και κατάλαβε…

Ποια είναι η μεγαλύτερη αδικία που έχεις δει να συμβαίνει στον αθλητισμό και σε έχει σημαδέψει;

Στον αθλητισμό αδικίες που να σημάδεψαν εμένα όχι, στο επάγγελμα ναι. Αυτή που με σημάδεψε είναι η διπλή αδικία που αντιμετώπισα στην ΕΡΤ, που είχα δώσει πολύ μεγάλη βαρύτητα και δούλεψα για χρόνια αρκετά πάνω από την αμοιβή μου. Θυμάμαι ότι ενώ δεν αρνήθηκα ποτέ οποιαδήποτε αποστολή μού ανέθεσαν, ένα καλοκαίρι Ιούνιο μήνα που έληγε η σύμβασή μου, δεν ανανεώθηκε, χωρίς να μάθω ποτέ το γιατί και έμεινα με τον μεγάλο μου γιο μωρό χωρίς δουλειά! Αυτό με ενόχλησε πολύ γιατί ήταν μεγάλη αδικία. Δεν αντέδρασα, κοίταξα τον ουρανό και ζήτησα από τον Θεό να αποδώσει δικαιοσύνη σε αυτόν που το έκανε. Και απέδωσε φυσικά με τον τρόπο που γνωρίζει πολύ καλά αυτός…

Ποιες αλλαγές έχεις παρατηρήσει στην αθλητική δημοσιογραφία από τότε που ξεκίνησες μέχρι σήμερα;

Οι αλλαγές είναι πολλές. Στο ξεκίνημά μου τρέχαμε από το πρωί στο ρεπορτάζ ώρες ατελείωτες, πηγαίναμε στις προπονήσεις και μετά στο γήπεδο για τους αγώνες. Επιστρέφαμε στην εφημερίδα και γράφαμε τα χειρόγραφα. Δεν είχαν όλα τα ΜΜΕ γραφομηχανές και αργότερα κομπιούτερ. Θυμάμαι έγραφα ένα βράδυ τη συνέντευξη του Δημήτρη Σαραβάκου λίγες ημέρες από τη μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό από τον Πανιώνιο. Είχα βρεθεί μαζί του στο σπίτι του στη Νέα Σμύρνη για να γίνει και η φωτογράφηση και το βράδυ που τελείωσα από την εφημερίδα έπρεπε να ξενυχτήσω για να παραδώσω την συνέντευξη για το περιοδικό «Σούπερ-Σουτ» που θα έμπαινε και εξώφυλλο ο Σαραβάκος. Με πήρε ο ύπνος στο τραπέζι από την κούραση και ξύπνησα αγχωμένος τα χαράματα!

Εμείς δεν είχαμε το internet που με ένα κλικ βρίσκεις τα πάντα. Ώρες ατελείωτες στο τηλέφωνο να ψάξεις να διασταυρώσεις, να βρεις τον πρωταγωνιστή, να τον πείσεις να σου μιλήσει και μετά να γυρίσεις να γράψεις!

Οργώναμε όλη την Αττική στην αρχή με τις συγκοινωνίες και αργότερα με τη βέσπα. Θεωρώ ότι από την πλευρά της τεχνολογίας οι τωρινές δημοσιογραφικές γενιές έχουν μακράν καλύτερες παροχές. Διατηρώ όμως μερική επιφύλαξη όσον αφορά την αξιοπιστία και την ικανότητα. Αρκετά παιδιά δεν έχουν κάνει «πεζοδρόμιο» για να μάθουν τις δυσκολίες του ρεπορτάζ, δεν έχουν ψηθεί στην εφημερίδα, δεν έχουν αναλώσει ώρες για να διασταυρώσουν μια είδηση, και πέραν τούτου, ότι αρκετά από αυτά τα παιδιά επειδή είχαν μια γνωριμία και βγήκαν στο γυαλί (Τηλεόραση) έχουν έπαρση και δεν σέβονται τους προγενέστερους στο χώρο. Επίσης, στα πλαίσια της μετάλλαξης και την επικυριαρχία του οπαδισμού με οπαδούς να γίνονται δημοσιογράφοι επήλθε σε πολύ μεγάλο βαθμό αλλοίωση του μοντέλου δημοσιογραφίας που προϋπήρχε. Από τότε που κυριάρχησε ο οπαδισμός και το στοίχημα άλλαξαν όλα και στο επάγγελμα και στο χώρο γενικά.

Πιστεύεις ότι τα social media και η άμεση πληροφορία έχουν βελτιώσει ή αλλοιώσει την αθλητική δημοσιογραφία;

Εκτιμώ ότι σε κάποιο βαθμό έχει αλλοιωθεί, γιατί όπως επισημαίνω προηγούμενα, άλλο να είσαι στο γεγονός εσύ να το καταγράφεις και να το σχολιάζεις και άλλο να στο… μεταφέρουν…

Πώς βλέπεις το μέλλον της αθλητικής δημοσιογραφίας; Υπάρχει κίνδυνος να χαθεί η αντικειμενικότητα λόγω της εμπορευματοποίησης;

Η… αντικειμενικότητα έχει χαθεί ήδη ειδικά σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Και γενικότερα σε ένα μεγάλο βαθμό έχει μεταλλαχτεί η δημοσιογραφία σε πολλά επίπεδα. Κάνεις ένα κλικ και διαβάζεις το ίδιο θέμα ανάλογα με την γραμμή που ακολουθεί το μέσο. Δεν υπάρχουν πλέον παραδοσιακοί εκδότες – δημοσιογράφοι που διασφάλιζαν σε μεγάλο βαθμό την αντικειμενικότητα και θωράκιζαν την ελευθερία του λόγου, ηθελημένα ή όχι. Σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των εφημερίδων έχει πεθάνει και αντικαταστάθηκε από τα κλικ. Άλλες εποχές, άλλες συνήθειες… Και όταν οι δημοσιογράφοι λειτουργούν ως οπαδοί τι αντικειμενικότητα μπορεί να περιμένεις;

Ποια είναι η γνώμη σου για τη σημερινή αθλητική δημοσιογραφία στην Ελλάδα; Υπάρχουν αξιόλογοι νέοι δημοσιογράφοι;

Υπάρχουν αξιόλογοι συνάδελφοι και το παρήγορο είναι ότι κάποια νέα παιδιά διατηρούν αυτή την ελπίδα.

 Πόσο δύσκολο είναι για έναν νέο δημοσιογράφο να καθιερωθεί στο χώρο σήμερα σε σχέση με το παρελθόν;

Με τον Μίμη Δομάζο

Όλες οι εποχές έχουν τις δυσκολίες τους. Τώρα είναι σαφώς δυσκολότερα τα πράγματα γιατί με τις αλλαγές που έχουν γίνει στο επάγγελμα και στα μέσα είναι δύσκολο να καθιερωθεί ένα νέο παιδί. Σήμερα η εκμετάλλευση είναι μεγαλύτερη από την εποχή μας. Αν δεν έχει κάτι παράλληλο να κάνεις για να ζεις είναι δύσκολο να αντέξεις στο χρόνο. Θέλει επιμονή και πολύ μεγαλύτερη υπομονή και προσπάθεια. Θα επισημάνω μια περίπτωση προσωπική πριν 2-3 χρόνια. Μετά από τη διαδρομή που έκανα και με μεγάλη εμπειρία στο ραδιόφωνο, πήγα και ζήτησα 8ωρη συνεργασία με συγκεκριμένη πρόταση σε ραδιόφωνο Σαββατοκύριακο που είναι η αγωνιστική δράση. Ο οικονομικός διευθυντής μού πρότεινε 150 ευρώ το μήνα συν τα ένσημά μου! Τα σχόλια ας τα κάνουν οι αναγνώστες… Αυτά και άλλα πολλά είδα στη διαδικασία της μετάλλαξης του επαγγέλματος και ενώ αντιμετώπισα την ανεργία ως υστερόγραφο στη διαδρομή μου εξωθήθηκα πριν την ώρα μου στη σύνταξη!

Εχεις καλύψει μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις; Ποια ήταν η πιο αξέχαστη εμπειρία σου;

Η κάλυψη των Ολυμπιακών Αγώνων το 2000 στο ΣΎδνεϋ της Αυστραλίας. Ήταν ένα στοίχημα για μένα, γιατί πήγα πικραμένος που με είχαν κόψει από την αποστολή της ΕΡΤ χωρίς κανένα λόγο, μη ανανεώνοντας τη σύμβαση συνεργασίας που είχα. Και ευτυχώς με την παρέμβαση του φίλου και συναδέλφου τότε προέδρου του ΠΣΑΤ Γιάννη Θεοδωρακόπουλου, που μίλησε με τον ΣΚΑΪ που ήθελε να στείλει απεσταλμένο, και έτσι πήγα. Ήμουν επί 20 ημέρες με τρεις ώρες ύπνο καθημερινά. Κάλυψα όλους τους αγώνες με απόλυτη επιτυχία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά, όταν είχε έρθει στους τελικούς του στίβου ο μεγάλος πρωταθλητής Σταύρος Τζωρτζής με είχε ρωτήσει «Καλά βρε φίλε εσύ δεν κοιμάσαι ποτέ; Ό,τι ώρα και να βάλω ΣΚΑΪ εσένα ακούω…». Εκεί πήρα πολύ μεγάλη ικανοποίηση. Εκεί έδωσα, αν και δεν μου αρέσει να μιλώ για τον εαυτό μου, ρεσιτάλ για το πώς πρέπει να γίνεται το ρεπορτάζ και η κάλυψη μιας διοργάνωσης από ένα άτομο σε τόσα αθλήματα.

Ποιο ήταν το πιο συναρπαστικό παιχνίδι που έχεις παρακολουθήσει και καλύψει ως δημοσιογράφος;

Με την Εθνική ομάδα ποδοσφαίρου των Ανδρών για την προκριματική φάση του Euro στη Ζένιτσα, μια πόλη 70 χιλιόμετρα έξω από το Σεράγεβο στη Βοσνία. Μέσα σε μια κόλαση σε ένα γήπεδο γεμάτο με… τουρκικές σημαίες!, με ένταση τόσο στον αγωνιστικό χώρο και ακόμη περισσότερο στις εξέδρες, ύβρεις και αγριότητες μέσα σε ένα κλίμα που μύριζε καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας εκεί μπαρούτι… Ήταν ένα επεισοδιακό ματς και με την εμπλοκή παικτών και κάτι μπουνιές και κλωτσιές στο τέλος που έληξε με 2-2 με γκολ για εμάς από τον Φορτούνη και τον Κολοβό. Υπάρχουν και άλλα αρκετά παιχνίδια που κινδύνευσα και αντιμετώπισα δύσκολες καταστάσεις που για να αναφέρουμε με λεπτομέρειες θέλουμε όλη την έκδοση.

Υπάρχει κάποιος αθλητής ή προπονητής που σε εντυπωσίασε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της καριέρας σου;

Με τον Πύρρο Δήμα και τον Μανώλη Μαυρομμάτη

Αθλητής, ο ποδοσφαιριστής του Ηρακλή Θεσσαλονίκης Βασίλης Χατζηπαναγής. Αυτά που έκανε αυτός ο άνθρωπος μέσα στο γήπεδο ήταν απίστευτα και όμως αληθινά. Αν ήταν στην τωρινή εποχή με κλειστά τα μάτια θα ήταν παίκτης της Ρεάλ, της Μπαρτσελόνα ή της Λίβερπουλ. Τέτοιας κλάσης ήταν. Τώρα από τους προπονητές θα ξεχώριζα τον Ντούσαν Μπάγιεβιτς που τον έζησα ως ρεπόρτερ και στην ΑΕΚ και στον Ολυμπιακό. Ήταν έντονη προσωπικότητα, δεν σήκωνε μαγκιές και δημιουργούσε πετυχημένες ομάδες επιλέγοντας και δίνοντας ευκαιρίες σε παίκτες που αυτός πίστευε ότι ταίριαζαν στο πλάνο του. Θα συμπλήρωνα επίσης ότι είχα την τύχη να ζήσω ως δημοσιογράφος όλα τα μεγάλα ονόματα του ελληνικού αθλητισμού την τελευταία τεσσαρακονταετία. Ήδη αδικώ αρκετούς…

Ποιες είναι οι βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας αθλητικός δημοσιογράφος σε μια μεγάλη διοργάνωση όπως το Μουντιάλ ή οι Ολυμπιακοί Αγώνες;

Παλαιότερα η κατάσταση ήταν δύσκολη. Τότε με τηλεγραφήματα γινόταν η δουλειά μέχρι να ακολουθήσουν τα τηλέφωνα, τα φαξ για να φτάσουμε στην εποχή του σήμερα που με ένα κλικ βρίσκεις βιογραφικά, προϊστορίες και τα πάντα για κάποιον αθλητή, παίκτη, προπονητή ή ομάδα. Πέραν όλων αυτών, αν είσαι μέρος μιας ομάδας δημοσιογράφων είναι πιο βατή η κατάσταση γιατί μοιράζεται η δουλειά. Το μεγάλο ζόρι είναι αν στην αποστολή είσαι μόνος, τότε η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη για να τα καταφέρεις. Μόνο με υπέρβαση θα το πετύχεις. Στην κάλυψη των Ολυμπιακών Αγώνων θα πρέπει να έχεις αρχείο, να είσαι διαβασμένος γιατί έχει πολλά διαφορετικά αθλήματα, κανονισμούς, βιογραφικά αθλητών προπονητών κ.λπ., στο παγκόσμιο κύπελλο υπάρχουν τα αντίστοιχα. Και στις δυο περιπτώσεις θα πρέπει να αφοσιωθείς στην αποστολή σου και να προετοιμαστείς κατάλληλα αν σέβεσαι το όνομά σου και την αποστολή που έχεις αναλάβει. Πέραν όλων αυτών θα πρέπει να έχεις αντοχές. Θυμάμαι στο Σύδνεϋ στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000 την πρώτη εβδομάδα μια νύχτα, λίγο πριν τις 12 τα μεσάνυχτα ώρα Ελλάδος, λίγο έλειψε να λιποθυμήσω. Ξυπνούσα από τις 6 π.μ. γιατί το ξενοδοχείο που μου είχαν κλείσει ήταν στην απέναντι πλευρά του Ολυμπιακού χωριού και θα έπρεπε να πάρω δυο συγκοινωνίες για να φτάσω εκεί. Πριν είχα περάσει από το ξενοδοχείο που έμεναν οι αξιωματούχοι της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής στο κέντρο του Σύδνεϋ. Εκεί με περίμενε ο αγαπητός συνάδελφος και φίλος Μανώλης Μαυρομμάτης. Η ημέρα ξεκινούσε με τις ειδήσεις της διοργάνωσης και της ελληνικής αποστολής και της ΔΟΕ. Το αγωνιστικό ήταν άλλο κομμάτι. Από εκεί άρχιζε το τρέξιμο για το αγωνιστικό μέρος. Τρέχει ο τάδε εκεί, παλεύει ο δείνα στο άλλο μέρος, το βράδυ έχει αγώνα ο Πύρρος και ο Μουρούτσος στο ταεκβοντό ή ρίχνει ακόντιο η Μανιάνι , τρέχει ο Κεντέρης και η Θάνου κ.λπ. Στη συνέχεια, να δίνει ταυτόχρονα και ανταποκρίσεις όταν σε καλούσαν ανά μισή ώρα από το ραδιόφωνο. Είχα φτάσει 11:30 ώρα Αυστραλίας και ζαλιζόμουν γιατί δεν είχα προλάβει να φάω τίποτα όλη ημέρα. Όπως καθόμουν στο κέντρο Τύπου, κοιτάζω απέναντί μου είχε ένα McDonalds! Στην επόμενη κλήση που μου έγινε από Αθήνα να δώσω ανταπόκριση με τα νέα, την κατάσταση αθλητών και αθλητριών κ.λπ., τους είπα ό,τι θέλετε σε μισή ώρα. Τα έκλεισα όλα πήγα και έφαγα δυο burger, ήπια και μια Coca-Cola και συνήλθα… για να συνεχίσω μέχρι τα ξημερώματα. Θεωρώ ότι η κάλυψη των Ολυμπιακών Αγώνων και μεγάλες ευρωπαϊκές διοργανώσεις όπως το EURO και το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου η άλλων αθλημάτων είναι σαν να κάνεις μεταπτυχιακό στη δημοσιογραφία. Εκεί έχει τη δυνατότητα ο δημοσιογράφος να δείξει την ικανότητά του και τις αντοχές του.

Τι πιστεύεις ότι κάνει έναν αθλητικό δημοσιογράφο πραγματικά καλό στη δουλειά του;

Να είναι καλά προετοιμασμένος, να ενημερώνεται διαρκώς, να διατηρεί αρχείο που θα του φανεί χρήσιμο, να είναι στο μέτρο του δυνατού επικοινωνιακός, και κυρίως να εξαντλεί με επιχειρήματα τα όποια περιθώρια του προσφέρει το μέσο να γράψει ή να πει την αλήθεια, υπηρετώντας έτσι και το λειτούργημα – επάγγελμα και την ενημέρωση της κοινής γνώμης. Ο ρόλος του πραγματικού δημοσιογράφου είναι συνταγματικά κατοχυρωμένος να κάνει κριτική, να σχολιάζει και να αποκαλύπτει τα κακώς κείμενα με στοιχεία και σε καμιά περίπτωση να γίνεται υποτακτικός και μέρος του όποιου συστήματος καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Ποιον δημοσιογράφο θαυμάζεις ή θεωρείς κορυφαίο στον χώρο, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς;

Με την Μελίνα Μερκούρη

Στην Ελλάδα θαύμαζα τον Μανώλη Μαυρομμάτη, και τον αείμνηστο «Ζανό», τον Γιάννη Διακογιάννη. Υπήρχαν και άλλοι στην παλιά γενιά όπως ο Φαίδωνας ο Κωνσταντουδάκης, μέγας γραφιάς, ο Γιάννης Θεοδωρακόπουλος στο Στίβο και την Αρση Βαρών και τα άλλα αθλήματα. Από την τωρινή γενιά θαυμάζω τον Βασίλη Σκουντή που ξεχωρίζει μακράν όλων για τις γνώσεις και το πάθος του καθώς και την ικανότητά του στη γραφή. Τον Σκουντή θα τον χαρακτήριζα ως μαέστρο της γραφής. Επίσης, πασπαρτού δημοσιογράφο που τον βρίσκεις παντού είναι ο αγαπητός συνάδελφος Γιάννης Λαμπίρης από «Τα Νέα». Ένα πολύ-εργαλείο που κάνει δουλειά για δυο και τρεις δημοσιογράφους μαζί.

Τι είναι πιο σημαντικό στην αθλητική δημοσιογραφία: η γρήγορη είδηση ή η σωστή ανάλυση;

Ο συνδυασμός και των δυο. Αξία μεγάλη έχει το «λαγωνικό» ρεπόρτερ που και στον «ύπνο» θα σου ξετρυπώσει την είδηση, αλλά και η σωστή ανάλυση για να κατανοήσει ο κόσμος τι γίνεται, απαραίτητη. Όλα με το παν μέτρον άριστον. Στο σήμερα, αρκετά παιδιά όχι μόνο στο αθλητικό αλλά γενικά εκτίθενται. Στη βιασύνη και στο άγχος τους καταφεύγουν σε υπερβολές, δεν προετοιμάζονται κατάλληλα, χρησιμοποιούν ασύντακτες προτάσεις κ.λπ. Και κυρίως στην τηλεόραση αυτό φαίνεται εξόφθαλμα και δεν μπορεί να καλυφθεί με τίποτα. Ειδικά οι ρεπόρτερ είναι προτιμότερο να πουν με απλά λόγια αυτά που έχουν γίνει πάρα να καταφεύγουν σε όσα προανέφερα που τους εκθέτουν. Επίσης, σε ό,τι αφορά τα αθλητικά έχουν διαφοροποιηθεί οι καταστάσεις. Πέραν του Οπαδισμού τα περισσότερα ΜΜΕ είναι στην ιδιοκτησία Ολιγαρχών που είναι αφεντικά και στις ομάδες. Οπότε τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται… Έχει εκλείψει η ελευθερία κινήσεων που είχε ο δημοσιογράφος που ήθελε να κάνει σωστά τη δουλειά του μέχρι πριν λίγα χρόνια. Τώρα το… φίλτρο έχει προτεραιότητα… γιατί διαφορετικά δεν θα έχει δουλειά!

Υπάρχει κάποιος αθλητικός παράγοντας ή ομάδα που πιστεύεις ότι έχει συμβάλει σημαντικά στον ελληνικό αθλητισμό και δεν έχει αναγνωριστεί όσο θα έπρεπε;

Παράγοντας από αυτούς που έζησα είναι ο Γιώργος Βασιλόπουλος που προσωπικά πιστεύω δεν του άρμοζε να φύγει από τον χώρο του μπάσκετ όπως έφυγε. Εκτιμώ ότι προσέφερε πάρα πολλά στο άθλημα. Από τους τωρινούς παράγοντες θα ξεχώριζα την πολύχρονη προσφορά του Ολυμπιονίκη του Πόλο και επί 16 χρόνια προέδρου της ΕΟΕ Σπύρου Καπράλου που στήριξε σε πολύ οικονομικά δύσκολους καιρούς για τη χώρα τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων αθλητών και αθλητριών με χορηγίες και διέσωσε το κύρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής υποκαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό την υποχρέωση που είχε το ίδιο το κράτος για να εξασφαλίζει τις αναγκαίες συνθήκες απρόσκοπτης προετοιμασίας και γενικότερης διευκόλυνσης αθλητών και αθλητριών που κάνουν πρωταθλητισμό. Θα υπογράμμιζα την τεράστια προσφορά των Παύλου και Θανάση Γιαννακόπουλου που δημιούργησαν σε κορυφαίο επίπεδο τον μπασκετικό Παναθηναϊκό. Στο ποδόσφαιρο θα μνημονεύσω τον Γιώργο Παντελάκη, δημιουργό του μεγάλου ΠΑΟΚ, τον Λουκά Μπάρλο στην ΑΕΚ και τον Δημήτρη Μελισσανίδη, δημιουργό και του νέου γηπέδου της «Ένωσης», τον Γιώργο Βαρδινογιάννη στον ποδοσφαιρικό ευρωπαίο Παναθηναϊκό και τους Σωκράτη Κόκκαλη και Βαγγέλη Μαρινάκη που άλλαξαν επίπεδο τον Ολυμπιακό.

Πιστεύεις ότι η αθλητική δημοσιογραφία έχει επηρεάσει τον τρόπο που αντιμετωπίζει το κοινό τον αθλητισμό στην Ελλάδα;

Σε μεγάλο βαθμό αυτό γίνεται αρνητικά δυστυχώς. Ειδικά τα τελευταία χρόνια έχει ξεφύγει η κατάσταση μέχρι του σημείου να γίνεται με τα χρόνια δυστυχώς αυτονόητη νοοτροπία! Μια αναδρομή στα πρωτοσέλιδα των παλιών εφημερίδων και των τωρινών site θα σου δώσει τρανταχτές απαντήσεις στο ερώτημα.

Και εσχάτως ήρθε και το βιβλίο για την Κύπρο, το «Κύπρος 1974: Μισός αιώνας προδοσίας». Πώς προέκυψε αυτό;

Αναρωτιέσαι και εσύ όπως αρκετός κόσμος πώς ένας επί σειρά ετών αθλητικογράφος αποφάσισε να γράψει βιβλίο για την τραγωδία της Κύπρου. Το 1974 ήμουν 13 ετών. Τότε τα ελληνικά χωριά δεν ήταν φαντάσματα όπως τα περισσότερα σήμερα. Είχε σαράντα παιδιά το σχολείο μου στο χωριό και η πλατεία πλημύριζε από φωνές και παιχνίδια. Όλα αυτά τα πενήντα χρόνια είχα αποθηκεύσει στη φαρέτρα της μνήμης μου δύο εικόνες. Αυτή της πλατείας και τον προβληματισμό των μεγάλων στα καφενεία και ένα χρόνο αργότερα ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη που έφερε το ασθενοφόρο τον τραυματία στην Κύπρο συγχωριανό μου Γιώργο Διπλάρη. Πριν εφτά χρόνια είχα προσεγγίσει τον Γιώργο να μου αφηγηθεί την ιστορία του και να την κάνουμε βιβλίο. Η απάντηση ήταν αρνητική και εγώ γνωρίζοντας ότι όλοι όσοι πήγαν εκείνες τις ταραγμένες περιόδους στην Κύπρο δεν γύρισαν, όσοι γύρισαν όπως έφυγαν, κουβαλάνε ισόβιο σταυρό. Το άφησα λοιπόν και το καλοκαίρι του 2023 που βγήκα στη σύνταξη κατεβαίνοντας στο χωριό για διακοπές επανέρχομαι στην πρότασή μου με τον Γιώργο να με αιφνιδιάζει ευχάριστα «Έλα αύριο σπίτι μου να ξεκινήσουμε…» μου απαντάει. Πήγα σπίτι του, έκανα τη δική του ιστορία, οργάνωσε και τους άλλους τρεις συμπολεμιστές του και φίλους του τον Νίκο Κάβδα από το χωριό Αρης Μεσσηνίας, τον Ηλία Ζαπάτη από την αρχαιά Πίσσα της Ηλείας και τον Σωτήρη Παναγάκη από τη Μεγαλόπολη. Πήγα λίγες ημέρες στο σπίτι του Παναγάκη στη Μεγαλόπολη, μου έδωσε ντοκουμέντα που εμπεριέχει το βιβλίο από το αρχείο του και ξεκίνησα τη δουλειά. Αναζήτησα από διάφορες πηγές στοιχεία, εμπλούτισα το βιβλίο και με άλλες τρεις επιπλέον ιστορίες και ολοκληρώθηκε μια αλήθεια που περίμενε πενήντα χρόνια να δει το φως. Αυτό έγινε χάρις στον εκδότη, πρώην αξιωματικό της ΕΥΠ και νυν στρατιωτικό αναλυτή Σάββα Καλεντερίδη στον οποίο απευθύνθηκα για την έκδοση του βιβλίου και ανταποκρίθηκε μέσα σε δέκα λεπτά!

Το βιβλίο είναι μια κατάθεση ψυχής των βασικών πρωταγωνιστών του που περιγράφουν όχι μόνο την προδοσία που έζησαν στο πεδίο της μάχης αλλά και την προδοσία που αντιμετώπισαν στην καθημερινότητά τους από τη στάση και συμπεριφορά διαχρονικά του ανάλγητου ελληνικού κράτους απέναντί τους. Εγώ ένοιωσα μεγάλη ικανοποίηση και συγκινήθηκα στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στα γραφεία της ΕΣΗΕΑ στην Αθήνα (που με τίμησε πολύς κόσμος και τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς) όταν είδα τα τσαλακωμένα πρόσωπα και τις πληγωμένες ψυχές των παλληκαριών αυτών να χαμογελούν. Αυτή ήταν και η πληρωμή μου. Κέρδισα και το στοίχημα με τη βοήθεια του φίλου και συγχωριανού μου Γιώργου Διπλάρη, να ικανοποιήσω μια εφηβική μου επιθυμία και τα κατάφερα.

Θα έρθουν και άλλα βιβλία;

Διάθεση για να ακολουθήσουν και άλλα βιβλία υπάρχει. Ήδη έχω ξεκινήσει το επόμενο βιβλίο μου που θα ξυπνήσει νοσταλγικές μνήμες από τις δεκαετίες ’70 και ’80. Παράλληλα εκκρεμεί μια συνάντησή μου για να κλειδώσει και η συμφωνία για το τρίτο βιβλίο. Δεν αναφέρω περισσότερα για ευνόητους λόγους. Πάντως εάν με την βοήθεια του Θεού είμαι υγιής έχω υλικό και διάθεση να γράψω αρκετά βιβλία. Δεσμεύομαι προσωπικά ότι εσύ αγαπητέ Βασίλη θα είσαι ούτως η άλλως σε πρώτη προτεραιότητα ενημέρωσης. Τέλος, από καρδιάς θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον εκδότη της ιστορικής εφημερίδας της Ομογένειας «Εθνικός Κήρυκας» και εσένα προσωπικά για τη φιλοξενία και προβολή της δουλειάς μου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ...

© 2024 fimotro.gr – All Rights Reserved – Μητρώο online media: 12508