Τα 100 τρισεκατομμύρια δολάρια (περίπου 916 δισεκατομμύρια ευρώ) αναμένεται να φτάσει το παγκόσμιο δημόσιο χρέος μέχρι το τέλος του 2024, όπως ανακοίνωσε την Τρίτη (15/10) το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εκφράζοντας την ανησυχία για τα δεδομένα αυτά.
Το ποσό αυτό, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση του ΔΝΤ, ισοδυναμεί με το 93% του παγκόσμιου ΑΕΠ και παρά το γεγονός ότι δεν πρόκειται για ποσοστιαία αύξηση συγκριτικά με πέρυσι, εντούτοις έχει αυξηθεί σε αξία και κυρίως η τάση δεν φαίνεται να αντιστρέφεται. Μάλιστα, προβλέπεται πως η αναλογία αυτή θα φθάσει το 100% στο τέλος της δεκαετίας.
Σε σύγκριση, το ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών και των μη χρηματοοικονομικών ιδιωτικών επιχειρήσεων αντιπροσώπευε στα τέλη του 2023 το 146% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με τα δεδομένα του ΔΝΤ.
«Χειρότερη απ’ ό,τι αναμενόταν η κατάσταση»
«Υπάρχουν μάλιστα λόγοι για να σκεφτούμε ότι η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη απ’ ό,τι αναμενόταν», υπογράμμισε η Ίρα Ντάμπλα-Νόρις, υποδιευθύντρια του τμήματος δημοσιονομικών υποθέσεων του ΔΝΤ, σύμφωνα με μια συνέντευξη Τύπου.
«Η εμπειρία μας υπενθυμίζει ότι οι προβολές για το χρέος έχουν την τάση να είναι υπερβολικά αισιόδοξες, είτε επειδή είναι υπερβολικά αισιόδοξες οι κυβερνήσεις αναφορικά με τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη είτε επειδή οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις δεν υλοποιούνται ποτέ πλήρως», ανέφερε.
Μολονότι τα κράτη έχουν ήδη ανακοινώσει δημοσιονομικές προσαρμογές, δεν είναι απαραίτητο ότι αυτές θα επιτρέψουν τη σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους και ακόμα λιγότερο τη μείωσή του, ακόμα κι αν υλοποιηθούν πλήρως.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένες από τις μεγάλες οικονομίες, στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκονται η αμερικανική και η κινεζική, βλέπουν το χρέος τους να συνεχίζει να αυξάνεται και δεν φαίνεται καμιά ένδειξη ότι η τάση αυτή θα αντιστραφεί.
Για να υπάρξει πραγματική μείωση του δημόσιου χρέους, θα ήταν απαραίτητη μια προσαρμογή 3,8% του ΑΕΠ κάθε χρόνο μέχρι το τέλος της δεκαετίας, έναντι του 1% που εξεταζόταν μέχρι τώρα.
Όμως μια σημαντική μείωση των δημόσιων δαπανών θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη των χωρών, με αύξηση των ανισοτήτων και της αναλογίας του χρέους, επισημαίνει ακόμα το ΔΝΤ.