Δικαστήριο στη Νέα Υόρκη απέρριψε την προσφυγή του Ντόναλντ Τραμπ στην υπόθεση «εξαγοράς σιωπής» της Στόρμι Ντάνιελς, επανεκκινώντας τη διαδικασία για την καταδίκη του, παρά τη νίκη του στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Ο δικαστής Χουάν Μέρτσαν δήλωσε ότι ο εκλεγμένος Αμερικανός πρόεδρος θα πρέπει να καταδικαστεί για την υπόθεση στις 10 Ιανουαρίου, ωστόσο, έκανε σαφές πως δεν σκοπεύει να επιβάλλει ποινή φυλάκισης.
Οπως ανέφερε, ο Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να εμφανιστεί στο δικαστήριο για την καταδίκη του, 10 ημέρες πριν από την ορκωμοσία του, είτε με φυσική παρουσία είτε όχι.
Σημείωσε δε πως η «απόλυση χωρίς όρους», που σημαίνει ότι δεν θα επιβληθεί κράτηση, χρηματικό πρόστιμο ή αναστολή ποινής, θα ήταν «η πιο βιώσιμη λύση».
Υπενθυμίζεται πως στην αίτηση οι συνήγοροι του Τραμπ είχαν υποστηρίξει ότι το να παραμένει σε εκκρεμότητα η υπόθεση, κατά τη διάρκεια της νέας θητείας του στον Λευκό Οίκο, θα περιόριζε τη δυνατότητά του να κυβερνήσει.
Το επιχείρημα απορρίφθηκε από τον δικαστή, ο οποίος επισήμανε ότι η ακύρωση της ετυμηγορίας των ενόρκων θα «υπονόμευε το κράτος δικαίου με ανυπολόγιστους τρόπους».
Απορρίπτοντας την αίτηση, ο Μέρτσαν υποστήριξε ότι η δίωξη για «ξεκάθαρα προσωπικές πράξεις παραποίησης επαγγελματικών αρχείων δεν ενέχει κίνδυνο επέμβασης στη λειτουργία της εκτελεστικής εξουσίας».
Ο Τραμπ προτρέπει τον δικαστή να απορρίψει την υπόθεση «Στόρμι Ντάνιελς» λόγω της εκλογικής νίκης του
Η καταδίκη του Τραμπ ήταν αρχικά προγραμματισμένη για τις 26 Νοεμβρίου, όμως, ο Μέρτσαν την ανέβαλε επ’ αόριστον μετά την επικράτηση του Τραμπ επί της Κάμαλα Χάρις, στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
Η υπόθεση αφορά σε πληρωμή 130.000 δολαρίων που πραγματοποίησε ο πρώην δικηγόρος του Τραμπ, Μάικλ Κοέν, στην ηθοποιό ερωτικών ταινιών Στόρμι Ντάνιελς.
Η πληρωμή στόχευε στη «σιωπή» της, πριν από τις εκλογές του 2016, σχετικά με μια σεξουαλική επαφή που η ηθοποιός είχε πει ότι είχε μια δεκαετία νωρίτερα με τον Τραμπ, κάτι που ο ίδιος αρνείται.
Ενορκοι του Μανχάταν έκριναν τον περασμένο Μάιο τον Τραμπ ένοχο για 34 κατηγορίες, οι οποίες περιλαμβάνουν παραποίηση επιχειρηματικών αρχείων, προκειμένου να καλύψει την πληρωμή.
Ηταν η πρώτη φορά που ένας πρόεδρος των ΗΠΑ -πρώην ή εν ενεργεία- καταδικάστηκε ή κατηγορήθηκε για ποινικό αδίκημα.
Με πληροφορίες από Reuters