Το γεγονός ότι τα παχύσαρκα άτομα που χάνουν βάρος συχνά ξαναπαχαίνουν, μπορεί εν μέρει να οφείλεται σε μόνιμες αλλαγές στο DNA μέσα στα λιποκύτταρά τους. Πρόκειται για μια ανακάλυψη που θα μπορούσε μια μέρα να οδηγήσει σε νέες θεραπείες.

Περίπου το 85% των ατόμων με υπερβολικό βάρος ή παχυσαρκία που χάνουν τουλάχιστον το ένα δέκατο του σωματικού τους βάρους, το ξαναπαίρνουν μέσα σε ένα χρόνο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι είναι δύσκολο να διατηρηθούν οι δίαιτες χαμηλών θερμίδων για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν και αυτό πιθανότατα παίζει σχετικά μικρό ρόλο, λέει στο New Scientist η Laura Catharina Hinte από το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης. «Δεν μπορεί να κανείς μας να μην έχει αρκετή δύναμη θέλησης για να διατηρήσει το χαμένο βάρος».

Μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι ο εγκέφαλος ερμηνεύει μια απότομη πτώση του σωματικού λίπους ως επικίνδυνη και αντιδρά κάνοντας το σώμα να καίει λιγότερη ενέργεια.

Αλλαγές στο RNA

Για να μάθουν περισσότερα σχετικά με αυτή τη διαδικασία, η Hinte και οι συνεργάτες της, σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature, ανέλυσαν λιπώδη ιστό που συλλέχθηκε από 20 άτομα με παχυσαρκία λίγο πριν υποβληθούν σε βαριατρική χειρουργική επέμβαση, η οποία συρρικνώνει το στομάχι, και ξανά δύο χρόνια αργότερα, όταν είχαν χάσει τουλάχιστον το ένα τέταρτο του αρχικού σωματικού τους βάρους. Επίσης, εξέτασαν τον λιπώδη ιστό από 18 άτομα με υγιές βάρος.

Οι ερευνητές ανέλυσαν την αλληλουχία του RNA, ενός τύπου γενετικού μορίου που κωδικοποιεί πρωτεΐνες, στα λιποκύτταρα. Διαπίστωσαν ότι τα άτομα με παχυσαρκία είχαν αυξημένα ή μειωμένα επίπεδα περισσότερων από 100 μορίων RNA σε σύγκριση με τα άτομα υγιούς βάρους, και οι διαφορές αυτές παρέμειναν δύο χρόνια μετά την απώλεια βάρους.

Αυτές οι αλλαγές φαίνεται να αυξάνουν τη φλεγμονή και να διαταράσσουν τον τρόπο με τον οποίο τα λιποκύτταρα αποθηκεύουν και καίνε το λίπος – κάτι που μεταφράζεται σε υψηλότερο κίνδυνο μελλοντικής αύξησης του σωματικού βάρους, επισημαίνει το μέλος της ομάδας Ferdinand von Meyenn, επίσης από το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης.

Για να διερευνήσουν αν αυτές οι αλλαγές στο RNA μπορεί να οδηγήσουν σε επανάκτηση του χαμένου βάρους, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν πρώτα ότι παρόμοιες αλλαγές παρέμειναν μετά την απώλεια βάρους από παχύσαρκα ποντίκια. Στη συνέχεια τάισαν αυτά τα ποντίκια και ποντίκια υγιούς βάρους με τροφή υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά για ένα μήνα. Ενώ τα πρώην παχύσαρκα ποντίκια πήραν 14 γραμμάρια βάρους κατά μέσο όρο, τα άλλα πήραν μόλις 5 γραμμάρια.

Η ομάδα διαπίστωσε επίσης ότι τα λιποκύτταρα από τα πρών παχύσαρκα ποντίκια προσλάμβαναν περισσότερο λίπος και ζάχαρη όταν αναπτύσσονταν σε ένα εργαστηριακό πιάτο σε σχέση με εκείνα των άλλων ποντικιών. Τα παραπάνω αποτελέσματα δείχνουν πώς οι αλλαγές στο RNA που συνδέονται με την παχυσαρκία μπορούν να μεγαλώσουν τη μελλοντική αύξηση του βάρους, λέει ο von Meyenn.

Ελπίδες για στοχευμένα φάρμακα

Τέλος, διαπιστώθηκε ότι οι μοριακές ετικέτες, ή επιγενετικά σημάδια, στο DNA των λιποκυττάρων φάνηκε να προκαλούν τις αλλαγές στο RNA που συνδέονται με την παχυσαρκία. Αυτές μεταβάλλουν τα επίπεδα του RNA, αλλάζοντας τη δομή του DNA που τα κωδικοποιεί.

Τα παραπάνω συμπεράσματα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, θα μπορούσαν τις επόμενες δεκαετίες να οδηγήσουν στη δημιουργία στοχευμένων φαρμάκων για τη θεραπεία της παχυσαρκίας.