Εκτός ελέγχου είναι πλέον η κατάσταση με τα έσοδα του κράτους καθώς οι ολοένα και περισσότεροι φόροι έχουν τινάξει στον αέρα τους προϋπολογισμούς των οικογενειών. Πλέον είναι αδύνατη η καταβολή των φόρων και γι’ αυτό αυξάνονται δραματικά οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το κράτος.
Τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων είναι αποκαλυπτικά:
– Μέσα σε έναν μόνο μήνα, τον Σεπτέμβριο, τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία αυξήθηκαν κατά 1,28 δισ. ευρώ. Από 7,755 δισ. που είχαν φτάσει τον Αύγουστο, αυξήθηκαν στα 9,035 δισ. ευρώ τον επόμενο μήνα. Ως «νέο ληξιπρόθεσμο χρέος» ορίζεται το ληξιπρόθεσμο χρέος που δημιουργείται μέσα στο τρέχον έτος. Ωστόσο εμφανίζεται στα συγκεκριμένα στοιχεία που δημοσιοποιεί η ΓΓΔΕ με ένα μήνα καθυστέρηση (άρα δεν έχουν «πιαστεί» ακόμα όσοι άφησαν απλήρωτους φόρους εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ που συνεισπράχθηκαν τον Σεπτέμβριο). Αυτό σημαίνει επίσης ότι σε 9 μήνες (Δεκέμβριος 2015-Αύγουστος 2016) παρέμεναν απλήρωτα κατά μέσο όσο 1 δισ. ευρώ μηνιαίως από τρέχοντες φόρους.
– Την ίδια στιγμή, τον μήνα Σεπτέμβριο, τα «παλαιά ληξιπρόθεσμα χρέη», δηλαδή αυτά που είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα ήδη πριν το 2016, ανήλθαν σε 82,418 δισ. ευρώ. Σε έναν μήνα τα παλαιά χρέη μειώθηκαν κατά μόλις 178 εκατ. ευρώ (έναντι 82,596 που ήταν τον Αύγουστο) και κατά 2,054 δισ. σε σχέση με τις αρχές του έτους (τότε ήταν 84,472 δισ. ευρώ).
– Συνολικά οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, «παλαιές» και «νέες» μαζί, ξεπέρασαν τα 92,75 δισ. ευρώ. Το υπουργείο Οικονομικών κατάφερε να εισπράξει από την αρχή του χρόνου 2 δισ. από «παλαιά» χρέη και άλλα 1,54 δισ. από τα «νέα χρέη».
Υπάρχει όμως μια ποιοτική διαφορά, που δείχνει το πρόβλημα που δημιουργεί το «κυνήγι» παλαιών χρεών, ενώ δημιουργούνται πολλαπλάσια νέα κάθε μήνα: τα παλαιά χρέη χρονολογούνται από δεκαετίες και απαιτούν πολύ περισσότερο κόπο και χρόνο να εισπραχθούν από την εφορία, ενώ όσο «παλαιώνουν» μειώνεται και το ποσοστό εισπραξιμότητος που μπορεί να επιτύχει το δημόσιο. Αντιθέτως από τα νέα χρέη, που είναι «φρέσκα» και οι οφειλέτες «ζωντανοί», έχει πολύ καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας να τα εισπράξει (με τηλεφωνήματα υπενθύμισης κλπ). Και αυτό αποδεικνύεται και από τα ίδια στοιχεία που δείχνουν πως ενώ τον Σεπτέμβριο έμειναν απλήρωτα νέα χρέη 10,340 δισ. ευρώ, την ίδια στιγμή το δημόσιο βρήκε τρόπο να εισπράξει 1,3 δισ. και να τα μειώσει τελικά στα 9,035 δισ. ευρώ. Εισέπραξε δηλαδή σε 1 μήνα 1,35 δισ. «νέα χρέη», ενώ χρειάστηκε 9 μήνες για να εισπράξει 2 δισ. από τα παλαιά χρέη.
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα των μέτρων υπερφορολόγησης των πολιτών;
– ο συνολικός αριθμός των φορολογούμενων με ληξιπρόθεσμες οφειλές τον Σεπτέμβριο έφτασε σε 4.374.475 έναντι 4.030.950 τον Αύγουστο. Δηλαδή 1 στους 2 οφειλέτες εμφανίζονται με χρέη στην εφορία. Περισσότεροι από 340.000 φορολογούμενοι προστέθηκαν μέσα σε ένα μήνα στον κατάλογο των οφειλετών στην εφορία, χωρίς να έχουν ρυθμίσει τα χρέη τους .
– οι οφειλέτες στους οποίους δύναται να επιβληθούν αναγκαστικά μέτρα είσπραξης με βάση τα στοιχεία Σεπτεμβρίου ανέρχονται σε 1.618.460 έναντι 1.541.970 που ήταν τον Αύγουστο. Θεωρητικά δηλαδή, ένας στους πέντε φορολογούμενους βρίσκεται πλέον εκτεθειμένος σε κατασχέσεις
– οι οφειλέτες στους οποίους τον Σεπτέμβριο είχαν επιβληθεί αναγκαστικά μέτρα είσπραξης ανέρχονταν σε 788.947 έναντι 774.321 τον Αύγουστο. Περίπου ένας στους δέκα εμφανίζεται έτσι να έχει υποστεί αναγκαστικά μέτρα είσπραξης παρόλα αυτά, δεν παύει να προκαλεί εντύπωση πως παρά τα σχεδόν 3,5 δισ. που εισέπραξε το δημόσιο από απλήρωτα χρέη (παλαιά και νέα), τον Σεπτέμβριο εμφανίζονται να έχουν πληρώσει -και με το παραπάνω μάλιστα- και τους τρέχοντες φόρους που ανέμενε το δημόσιο από ΕΝΦΙΑ και β΄δόση φόρου εισοδήματος. Πώς γίνεται να πληρώνουν οι φορολογούμενοι και παλαιά χρέη, και νέα χρέη, αλλά και τους τρέχοντες φόρους Σεπτεμβρίου, είναι κάτι που δεν μπορούν εύκολα να εξηγήσουν ούτε καν στο υπουργείο Οικονομικών. Ίσως η απάντηση να κρύβεται στην λέξη “συμψηφισμοί” φόρων που είχαν βεβαιωθεί προκαταβολικά, ενώ στη συνέχεια αποδείχθηκε πως τα εισοδήματα ήταν χαμηλότερα και πιστώθηκαν οι επιστροφές τους, χωρίς να χρειαστεί ούτε το Κράτος, ούτε οι πολίτες να βάλουν το χέρι να τα πληρώσουν.