Η Γιάννα Αγγελοπούλου έδωσε στο «Κ» της «Καθημερινής» μια μακροσκελή συνέντευξη για να δικαιολογήσει το λόγο που έφυγε από την Ελλάδα, γιατί προσέγγισε τον Αλέξη Τσίπρα, να εκφράσει εμμέσως πλην σαφώς το παράπονό της ότι οι πολιτικοί στην χώρα μας δεν αξιοποιούν σημαντικούς ανθρώπους, ότι δεν έδωσαν στον κόσμο την ευκαιρία να δείξει τι μπορεί να καταφέρει, λέγοντας «δυστυχώς, είμαστε άτυχοι ως προς τους ανθρώπους που επιλέγουμε να μας οδηγήσουν».
«Ναι είναι αλήθεια ότι οικογενειακά μετακινήσαμε το κέντρο βάρος της περιουσίας μας εκτός Ελλάδος. Ομως βρίσκομαι συχνά στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσα αλλιώς» αναφέρει. Είπε ακόμα ότι στην Ελλάδα δεν έχει η οικογένειά της επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν αποδέχεται τον όρο της «φορολογικής μετανάστευσης», σημειώνοντας ότι και φόρους πληρώνει και θα συνεχίσει να πληρώνει: «Αν ήταν για φορολογικούς λόγους να αποφασίσουμε να μείνουμε εκτός Ελλάδος θα είχε γίνει πριν από καιρό. Ο λόγος που φέραμε τα πάνω κάτω στην οικογένειά μας, ήταν επειδή η “μαμά ήταν στην Αθήνα”, είπε. Στην ερώτηση ότι δεν ζει στην Αθήνα γιατί δεν μπορεί αν είναι χρήσιμη στον τόπο, απαντά: «Κοιτάξτε, είτε είσαι μέσα, είτε είσαι έξω, όσο θέλεις να βοηθήσεις, και σου δίνονται οι δυνατότητες να βοηθήσεις, φυσικά λέω στον εαυτό μου ¨είσαι εδώ”. Οι συνθήκες το έφεραν και δεν μου ζητάνε βοήθεια…»
Οσον αφορά τις σχέσεις της με τον κ. Τσίπρα είπε ότι οι συναντήσεις μαζί του έγιναν στο φως (στη Βουλή και στο Μαξίμου) και τον πλησίασε γιατί: «Είδα μια απόπειρα καινούργιων ανθρώπων- και νέων, κυρίως όμως καινούργιων- να δουν τα πράγματα αλλιώς σε μια Ελλάδα κουρασμένη. Μίλησα μαζί τους, σημειώστε ότι το έκανα πηγαίνοντας στα γραφεία στη Βουλή αρχικά και αργότερα στο Μαξίμου, το φως κάνει καλό σε αυτές τις υποθέσεις. Οπότε θεώρησα ότι θα τους ήταν χρήσιμο, συνέβαλα στο να γίνουν επαφές με το διεθνές σύστημα». Αφού υπενθύμισε ότι η ατζέντα των συνομιλιών με τον κ. Τσίπρα ήταν γνωστή (για το Ιδρυμα Κλίντον) απέφυγε να πει εάν και σήμερα ομιλεί με τον κ. Τσίπρα σημειώνοντας: «Γνωριζόμαστε. Οπως είπα, ήρθε η στιγμή που αισθάνθηκα ότι έπρεπε να κάνω μια δήλωση, όπως πραγματικά προσπάθησα να τον βοηθήσω να δει τον “μεγάλο κόσμο στο εξωτερικό”, ο ίδιος παραδεχόταν ότι δεν είχε την πείρα ακόμα».
-Και σήμερα, 18 μήνες μετά, τι είδατε να προκύπτει από την «γνωριμία» της με τον κ. Τσίπρα; Ρωτήθηκε, για να απαντήσει: «Κάποιες στιγμές είδα τα πράγματα να παίρνουν δρόμο ολισθηρό και γι΄αυτό αισθάνθηκα υποχρεωμένη να θυμίσω τις θεμελιώδεις αγκυρώσεις που θεωρώ ότι η Ελλάδα δεν είναι νοητό να χάσει, αναφέρομαι στο ευρωπαϊκό της ανήκειν. Από εκεί και πέρα άλλοτε κρύο άλλοτε ζέστη..»
Αφήνει ωστόσο κάποιες αιχμές για την μη καλή προετοιμασία που έκανε ο πρωθυπουργός εκείνη τη βραδιά με τον Μπιλ Κλιντον. Χωρίς να αναφέρει το περιστατικό είπε ότι η ίδια δεν θα μπορούσε να μιλήσει μ΄έναν άνθρωπο που τον σέβεται χωρίς να μην έχει προετοιμαστεί.
Αναφέρθηκε στην κρίση και τη δυναμική, όπως την χαρακτηρίζει, που απέκτησε η Ελλάδα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την οποία όμως στην πορεία έχασε: «Το ότι η πολιτική ηγεσία ή μάλλον οι διαδοχικές πολιτικές ηγεσίες της χώρας μας δεν θέλησαν να εμπιστευθούν τους ανθρώπους και τις δυνατότητές τους, έχει, πιστέψτε με, μεγάλο ρόλο στο να χαθεί η δυναμική… Φοβάμαι δε ότι και όταν η κρίση κτύπησε ή μάλλον όταν εκδηλώθηκαν οι παθογένειες που επί χρόνια σιγόβραζαν- η γιγάντωση ενός δημοσίου τομέα που ουδείς ενδιαφερόταν να λειτουργήσει αποδοτικά, ενώ μπορούσε (το ξέρω), τα εμπόδια κάθε είδους στην ανάληψη επιχειρηματικής δραστηριότητας, ενώ αυτή είναι σύμφυτη στον Ελληνα, η συγκάλυψη των μεγάλων ζητημάτων όπως του Ασφαλιστικού, η κακή και εχθρική συνολικά λειτουργία του κράτους».
Οσον αφορά τις τηλεοπτικές άδειες, αφού χαρακτηρίζει τον κόσμο των ελληνικών ΜΜΕ ως «άγρια υπόθεση» αναφέρει ανάμεσα στα άλλα «Οπως εξελίχθηκαν τα πράγματα δεν ξέρω αν θα προκύψει ένα καλύτερο τηλεοπτικό προϊόν, που είναι το ζητούμενο. Ούτε θα δημιουργηθεί κόσμος αγγέλων…».